Η μέρα ξεκινάει δύσκολα: δεν μπορούμε να σηκωθούμε από το κρεββάτι, τόσο λόγω της χθεσινής ταλαιπωρίας, όσο και λόγω του κλίματος που δυσκολεύει το πρωινό ξύπνημα.
Μετά το πρωινό δεχόμαστε τηλεφώνημα, πως το πρώτο ραντεβού ακυρώνεται, καθώς το σπίτι δεν είναι πλέον διαθέσιμο. Συνεννοήσεις με το μεσίτη μήπως δούμε κάποιο άλλο σπίτι στη γύρω περιοχή ή κάπου αλλού. Όλα αυτά μέσω email, σε WiFi δίκτυο αναξιόπιστο, εμείς να είμαστε ντυμένοι και στημένοι στην πόρτα για να φύγουμε, καθώς χρειαζόμαστε λεωφορείο ή τραμ για να πάμε όπου χρειαστεί.
Τελικά ακυρώνονται όλα (ευτυχώς) και με πολύ λιγότερο άγχος ξεκινάμε για τη Europol, όπου έχουμε ραντεβού για να γνωρίσουμε συναδέλφους της Ελισάβετ και να μας βοηθήσουν με τα χαρτιά που χρειάζονται για να ανοίξεις τραπεζικό λογαριασμό. Προλάβαμε άνετα το ραντεβού. Μάλιστα, καθοδόν κάναμε μία μικρή στάση σε ένα συμπαθητικό bar/brasserie για έναν καφέ, έλεγχο email και για να στεγνώσουμε από την πρωινή βροχή.
Παίρνουμε τις απαραίτητες βεβαιώσεις από την Europol και πηγαίνουμε στην τράπεζα. Πρώτη έκπληξη, δεν έχει παπούδες και ουρές έξω από αυτήν να περιμένουν. Δεύτερη έκπληξη, δεν έχει καν ταμεία να εξυπηρετούν ανθρώπους. Γενικά, ένα κτίριο που δεν μοιάζει με τράπεζα, τουλάχιστον στα ελληνικά μάτια μας! Μας υποδέχεται η γραμματεία, μας λέει να περιμένουμε το ραντεβού μας στο σαλόνι, ενώ γύρω μας υπάρχουν 3-4 γραφεία σε έναν ανοιχτό χώρο.
Μετά από 10′ έρχεται ο Noël, ο απίθανος τραπεζικός που θα αναλάβει το άνοιγμα του λογαριασμού: ένας μεσήλικας, χοντρούλης, γελαστός Καναδός, που ένας Θεός ξέρει πώς έχει βρεθεί στη Χάγη. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μας λέει διάφορες ψυχαγωγικές ιστορίες και προσφέρεται να μας δώσει καφέ. Μας πηγαίνει στο γραφείο του στον 1ο όροφο και μας προειδοποιεί ότι υπάρχει αρκετή χαρτοδουλειά να γίνει!
Να σημειώσω εδώ ότι το ανοίξεις τραπεζικό λογαριασμό στην Ολλανδία είναι τόσο δύσκολο όσο και στην Ελλάδα (αν θυμάται ακόμα κανείς πώς γίνεται αυτό!). Ο λόγος είναι να εξασφαλιστεί η Ευρώπη πως δεν χρησιμοποιούνται οι τράπεζές της για τη διακίνηση μαύρου ή βρώμικου χρήματος. Όμως, όλες οι εργασίες γίνονται μέσω υπολογιστή και εμείς υπογράφουμε σε 1-2 έγγραφα. Φυσικά, ο Noël μας εξηγεί τι λογαριασμό έχουμε, τι επιτόκιο, τι ασφάλειες, τι άλλα προϊόντα μπορεί να μας παρέχει η τράπεζά του, εν ολίγοις πολλά πράγματα!
Το ραντεβού τελικά καταφέραμε και κράτησε 2 ώρες! Και απ’ ό,τι είδαμε αργότερα, δεν κάναμε και όσα υπολογίζαμε να γίνουν στην τράπεζα. Νέα επίσκεψη χρειάζεται!
Ο Noël ήταν μεν ψυχαγωγικός, αλλά έφτασε το μεσημέρι, έπρεπε να φάμε ενώ υπάρχουν εκκρεμή ραντεβού με μεσίτες στην άλλη άκρη της πόλης. Με άγχος ψάχνουμε να βρούμε κανά καφέ με Ίντερνετ, ώστε να στείλει η Ελισάβετ τα απαραίτητα ακυρωτικά email. Δεν προλαβαίνουμε για άλλα σπίτια, τουλάχιστον όχι χωρίς να μας βγει και πάλι η ψυχή.
Έφτασε 15:00 και έχουμε πεινάσει αρκετά. Αποφασίζουμε να φάμε ένα ψιλό μεσημεριανό, σε μία καντίνα που βρίσκεται 150μ. από τη Europol. Στην καντίνα αυτή περίμενα την Ελισάβετ όταν έδινε γραπτές εξετάσεις και την θυμόμαστε και οι δυο με νοσταλγία, αλλά και… λαιμαργία! Στην καντίνα αυτή, πάνω σε μία διασταύρωση του δρόμου και στάση του τραμ, με καρέκλες και ομπρέλες έξω (για το καλοκαίρι) και πάγκους μέσα, μαζεύονται από δικηγόροι μέχρι εργάτες να φάνε το μεσημεριανό τους στο διάλειμμά τους. Το μέρος έχει ένα κολασμένο ψυγείο με δεκάδες τυριά, αλλαντικά και συνεχώς ακούγεται ο γάργαρος ήχος του ψησίματος αυγού και μπέικον!
Εδώ λοιπόν φάγαμε το ολλανδικό αντίστοιχο του «βρώμικου». Χάμπουργκερ και κεμπάμπ, μόνο €20 και χωρίς να έχουμε βαρύ στομάχι φεύγοντας. Η αλήθεια είναι ότι πουθενά δεν βαρυστομαχιάζεις στην Ολλανδία! Οι γλυκιές αναμνήσεις, όμως, του μαγαζιού δικαιώθηκαν!
Γυρίσαμε στο σπίτι μας για να ξεκουραστούμε. Το απόγευμα, κανονίσαμε μία μπύρα με τον Άρη, συνάδελφο της Ελισάβετ, rookie κι αυτός, με τις ίδιες ανησυχίες και προβλήματα με εμάς. Θα μιλήσω για τον Άρη όμως αργότερα. Το βραδάκι πέρασε πολύ ευχάριστα, με μπυρίτσα σε όμορφο μπαρ/ρεστοράντ, αρκετό κόσμο και καλή μουσική.
Περπατήσαμε λίγο όλοι μαζί, για να πάμε τον Άρη προς το σπίτι του. Τον αφήσαμε 500μ. μακρυά από το σπίτι μας, μπροστά από κάτι μεγάλους κήπους. Αποδείχτηκε ότι ήταν το παλάτι, και το φρουρούσαν 3 μόλις αστυνομικοί, με διακριτική κι αυτοί παρουσία.